- Ζῆτ'
- Ζῆτα , Ζήτηςmasc voc sgΖῆτα , Ζήτηςmasc nom sg (epic)Ζῆται , Ζήτηςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζῆτ' — ζῆτε , ζάω pres imperat act 2nd pl (attic epic ionic) ζῆτε , ζάω pres subj act 2nd pl (attic epic ionic) ζῆτε , ζάω pres ind act 2nd pl (attic epic ionic) ζῆται , ζάω pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) ζῆται , ζάω pres ind mp 3rd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
ευζήτητος — εὐζήτητος, ον (Α) αυτός που διαπιστώνεται ή εξακριβώνεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζήτητος (< ζητώ), πρβλ. α ζήτ ητος, περι ζήτητος)] … Dictionary of Greek
ζητιάνος — α, ικο ο επαίτης, αυτός που ζητάει ελεημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητ (< ζητώ) + ιάνος, πρβλ. πρωτευουσ ιάνος] … Dictionary of Greek
ζητιάρης — ο ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητ (< ζητώ) + κατάλ. ιάρης (πρβλ. παιχνιδ ιάρης, παραπον ιάρης)] … Dictionary of Greek
πρωτευουσιάνος — α, ικο, Ν 1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την πρωτεύουσα 2. ο κάτοικος τής πρωτεύουσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεύουσα + κατάλ. ιάνος (πρβλ. ζητ ιάνος, καθαρευ ουσ ιάνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek